- στολᾶι
- στολᾷ , στολάζομαιarray oneself infut ind mp 2nd sg (epic)στολᾷ , στολήequipmentfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στολαί — στολή equipment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίττυβα — και σιττύβη, ἡ, Α 1. (κυρίως ο τ. σιττύβη) (κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) «ἔνδυμα δερμάτινο, γούνα» 2. (κυρίως στον πληθ.) αἱ σιττύβαι (κατά τον Ησύχ.) «δερμάτιναι στολαί τὰ μικρὰ ἱμαντάρια». [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος… … Dictionary of Greek
τραγωδώ — τραγῳδῶ, έω, ΝΜΑ [τραγῳδός] απαγγέλλω ένα κείμενο με τραγικό τόνο νεοελλ. είμαι τραγωδός μσν. αρχ. τραγουδώ, άδω αρχ. 1. παρουσιάζω τραγωδία στη σκηνή και, κυρίως, παριστάνω κάτι σε τραγωδία 2. μτφ. α) κάνω κάτι γνωστό, τό κοινοποιώ β) υπερβάλλω… … Dictionary of Greek
χρυσοσκεύαστος — ον, Μ κατασκευασμένος ή στολισμένος με χρυσό («χρυσοσκεύαστοι στολαί», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σκευάζω «κατασκευάζω»] … Dictionary of Greek